σουμπρέτα

σουμπρέτα
η
(λ. γαλλ.)
1. ηθοποιός που παίζει το ρόλο υπηρέτριας σε κωμωδία.
2. πεταχτή και χαριτωμένη γυναίκα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σουμπρέτα — Θεατρικός όρος που προέρχεται από τη γαλλική λέξη soubrette και εξυπονοεί την πονηρή και τσαχπίνα νεαρή υπηρέτρια. Ο όρος αρχικά χρησιμοποιήθηκε στην κωμική όπερα (opera comique) αλλ’ έπειτα γενικεύτηκε στο ελαφρό θέατρο. Σ. ωστόσο λέγονται και… …   Dictionary of Greek

  • σουμπρετίστικος — η, ο, Ν αυτός που ταιριάζει σε σουμπρέτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σουμπρέτα + κατάλ. ίστικος (πρβλ. θεατριν ίστικος)] …   Dictionary of Greek

  • Μιστενγκέτ — (Mistinguett, Ανγκιέν 1875 – Μπουζιβάλ, Παρίσι 1956). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Γαλλίδας ηθοποιού του ελαφρού θεάτρου Ζαν Μαρί Μπουρζουά (Jeanne Marie Bourgeois). Αφού εμφανίστηκε σε πολύ νεαρή ηλικία σε συνοικιακά θέατρα, σημείωσε μεγάλες… …   Dictionary of Greek

  • κολομπίνα — η (λ. ιταλ.), πρόσωπο της παλιότερης ιταλικής κωμωδίας με χαρακτήρα ζωηρό και εύθυμο, σουμπρέτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”